Η αυστριακή αγορά βιολογικών τροφίμων είναι από τις μεγαλύτερες και πιο ανεπτυγμένες παγκοσμίως. Το διάστημα μεταξύ 2007 και 2012, οι οργανικές εκτάσεις, στην Αυστρία, αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 10%, και στην περίπτωση ορισμένων ομόσπονδων κρατιδίων, έως και 50%. Συγκεκριμένα, αυτές αντιστοιχούν στο 20% της καλλιεργήσιμης γης της, την ώρα που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 4,7%. Στον κλάδο δραστηριοποιούνται περί τις 21.500 επιχειρήσεις, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 16,5% των εταιριών που ασχολούνται με αγροτικά προϊόντα.
Ο κύκλος εργασιών των βιολογικών προϊόντων βρίσκεται σε σταθερά αυξητική πορεία, το φάσμα των βιολογικών προϊόντων στα εγχώρια σούπερ μάρκετ έχει αναπτυχθεί πολύ, ενώ οι υπηρεσίες παράδοσης και άμεσης εμπορικής προώθησης αυτών παρουσιάζουν διαρκώς μεγαλύτερη ζήτηση στην αυστριακή αγορά. Η αφθονία της προσφοράς ωθεί, με τη σειρά της, τους καταναλωτές στις ´οργανικές` επιλογές και αποτελεί κίνητρο για περίπου 2.000 μονάδες μεταποίησης να παράγουν για την αγορά βιολογικών προϊόντων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Όσον αφορά στην ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση βιολογικών, η Αυστρία βρίσκεται στην 5η θέση πανευρωπαϊκά με κατά κεφαλήν δαπάνες ύψους 127 ευρώ.
Το πρώτο κρατικό πρόγραμμα δράσης υπέρ των βιολογικών προϊόντων ξεκίνησε, το 2001, από το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Γεωργίας, Δασοκομίας, Περιβάλλοντος και Διαχείρισης Υδάτινων Πόρων. Η εφαρμογή αυτού, καθώς και των προγραμμάτων που ακολούθησαν, με τελευταίο αυτό της περιόδου 2011-2013, υπήρξε αρκετά επιτυχημένη. Τα προγράμματα αυτά περιλαμβάνουν οδηγίες και μέτρα που αφορούν, κυρίως, τους τομείς της εκπαίδευσης, των συμβουλευτικών υπηρεσιών και της έρευνας, ενώ στοχεύουν, παράλληλα, στη βελτίωση της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας της παραγωγής βιολογικών προϊόντων, αλλά και στην προβολή των τελευταίων. Ιδιαίτερη βαρύτητα στο κομμάτι του μάρκετινγκ δίδεται στα βιολογικά τρόφιμα σε συνδυασμό με τον τοπικό τους χαρακτήρα και τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά. Αυτό σημαίνει ενισχυμένη συνεργασία με τον σύνδεσμο Genuss Region Österreich (www.genuss-region.at) που αποτελεί πρωτοβουλία του ανωτέρω Υπουργείου για την προώθηση τοπικών πιστοποιημένων προϊόντων.
Το 1994, ο όμιλος REWE (Billa/ηγετική θέση στην αυστριακή αγορά, Merkur, Penny, Bipa, Adeg) προέβη στο αποφασιστικό βήμα στην κατηγορία των βιολογικών προϊόντων: Με τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας “Ja!Natürlich” (“Ναι! Φυσικά”) επεδίωξε να γίνει η πρώτη επιχείρηση που διαθέτει βιολογικά προϊόντα σε συμβατικά σουπερ μάρκετ. Στη συνέχεια ακολούθησαν και τα υπόλοιπα σούπερ μάρκετ συμμετέχοντας και αυτά στη νέα βιολογική “μόδα”. Ο όμιλος SPAR εισήγαγε τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας “Natur pur” (“αγνά και φυσικά”), ενώ και τα σουπερ μάρκετ χαμηλού κόστους Hofer, Zielpunkt και Lidl απευθύνθηκαν με νέα προϊόντα στους καταναλωτές.
Κύριοι αγοραστές βιολογικών προϊόντων είναι άτομα ανώτερου μορφωτικού επιπέδου, απόφοιτοι λυκείου ή πανεπιστημίου. Οι οικογένειες δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στα βιολογικά, ενώ λιγότερο δημοφιλή είναι τα προϊόντα αυτά στους καταναλωτές κάθε ηλικίας που δεν είναι δεσμευμένοι (“singles”).
Σύμφωνα με έρευνα της Agrarmarkt Austria (AMA), όσον αφορά στα κίνητρα για αγορά βιολογικών προϊόντων, το 33% των ερωτηθέντων απαντά ότι είναι πιο υγιεινά, το 11% τα επιλέγει γιατί έχουν καλύτερη γεύση, ενώ ποσοστό 9% αγοράζει βιολογικά γιατί παράγονται με φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους. Αντίθετα, εκείνοι που δεν αγοράζουν βιολογικά προϊόντα, θεωρούν την υψηλή τιμή αποτρεπτικό παράγοντα. Κατά την αγορά, οι καταναλωτές ελέγχουν εάν τα προϊόντα έχουν το απαραίτητο σήμα που να πιστοποιεί τη βιολογική τους προέλευση (ΑΜΑ-BIO-Siegel), αλλά και εάν παράγονται στην Αυστρία.
Τα βιολογικά προϊόντα καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο ποσοστό πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο τροφίμων. Ειδικότερα, το ποσοστό των βιολογικών προϊόντων στο λιανικό εμπόριο φρέσκων προϊόντων ανήλθε, το 2013, σε 6,7%. Την πρώτη θέση καταλαμβάνουν τα βιολογικά αυγά με πωλήσεις συνολικής αξίας 23,7 εκατομμυρίων ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 18% των συνολικών πωλήσεων αυγών. Στη δεύτερη θέση – 21,5 εκατομμύρια ευρώ – βρίσκεται το βιολογικό γάλα μακράς διαρκείας, ενώ ακολουθούν φρούτα (μπανάνες, μήλα), φρέσκο γάλα και διάφοροι τύποι τυριών (τυρί σε φέτες, μαλακό τυρί, σκληρό τυρί). Ψηλά στη λίστα με τις πωλήσεις βιολογικών προϊόντων βρίσκεται επίσης το βούτυρο, το γιαούρτι (φρέσκο, γιαούρτι με φρούτα), και τα βιολογικά λαχανικά όπως ντομάτες και πατάτες (βλ. αναλυτικά στοιχεία για τις πωλήσεις βιολογικών προϊόντων, βάσει των στοιχείων της Agrarmarkt Austria/δημόσια επιχείρηση με αντικείμενο την έρευνα αγοράς για τα αγροτικά προϊόντα και το μάρκετινγκ αυτών, στους συνημμένους πίνακες).
Σημειώνεται, τέλος, ότι η Αυστρία, λόγω της ιδιαίτερα ισχυρής παρουσίας της στον κλάδο των βιολογικών προϊόντων, αλλά και λόγω της γειτνίασής με τη Γερμανία, αποτελεί σημαντικό εταίρο της τελευταίας στο εμπόριο βιολογικών προϊόντων. Ήδη, αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο εξαγωγέα βιολογικού γάλακτος, με 49.600 τόνους ετησίως, ενώ και οι εξαγωγές σίκαλης, πατάτας και χοιρινού κρέατος βρίσκονται αρκετά υψηλά. Σύμφωνα με προβλέψεις, η αγορά βιολογικών προϊόντων στη Γερμανία αναμένεται να ανέλθει σε 11,32 δισ. ευρώ, το 2018, από 7,55 δισ. ευρώ που είναι σήμερα, παρουσιάζοντας, παράλληλα, σημαντικές ευκαιρίες για τις αυστριακές επιχειρήσεις.
Γραφείο Ο.Ε.Υ. Βιέννης
Τηλ. 00431 5061518, e-mail wirtschaft@griechischebotschaft.at