ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΗ ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
ΕΡΕΥΝΑ ΑΓΟΡΑΣ
«ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΑ ΠΟΤΑ ΣΤΗΝ ΟΥΓΓΑΡΙΑ»
1. Οίνος
Η οικονομική μεταρρύθμιση που ακολούθησε τις πολιτικές εξελίξεις το 1989, οδήγησε στην μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και της παραγωγής καθώς επίσης και στη σταδιακή συσσώρευση αποθεμάτων, λόγω αδυναμίας διάθεσης τους μέσω της πραγματοποίησης εξαγωγών. Στην Ουγγαρία υπάρχουν επίσημα θεσμοθετημένες 22 οινοπαραγωγικές περιοχές όπου καλλιεργούνται 90 περίπου διαφορετικές ποικιλίες, εκ των οποίων οι 46 είτε είναι γηγενείς ή καλλιεργούνται αδιάλειπτα για περισσότερο από έναν αιώνα (π.χ. ποικιλίες ερυθρού οίνου: Kadarka, Kékfrankos, Kékoportó, ποικιλίες λευκού οίνου: Budai zöld, Csomorika, Ezerjó, Fehér gohér, Furmit, Hárslevelű, Juhfark, Királyleányka, Kéknzelű, Kövidinka, Leányka, Pozsonyi fehér). Οι γηγενείς ποικιλίες αφορούν το 31% της παραγωγής. Τα δύο πιο γνωστά επώνυμα διεθνώς ουγγρικά κρασιά είναι το Tokaj και το Egri Bikaver. Ο παραγόμενος αφρώδης οίνος είναι κατά τα 2/3 γλυκύς και προέρχεται σε ποσοστό 70% από την γερμανική εταιρεία Henkel-und-Sohnlein. Σήμερα λειτουργούν περί τα 10.000 οικογενειακού χαρακτήρα οινοποιεία, εκ των οποίων μόλις 50 είναι καθετοποιημένες οινοποιητικές μονάδες μεγάλης κλίμακας.
Στην Ουγγαρία, λόγω των κλιματολογικών της συνθηκών, καλλιεργούνται διάφορες ποικιλίες κρασιών. Η αναλογία λευκό/κόκκινο-ροζέ είναι 70/30. Συνήθως, η περιεκτικότητα σε αλκοόλ κυμαίνεται μεταξύ 12%-13% και συγκεκριμένα, ανάλογα με τον παραγόμενο τύπο κρασιού που βρίσκουμε στην ουγγρική αγορά: Cabernet sauvignon: 12.5 – 14.7%, Chardonnay: 13.3 – 14.0%, Grenache: 13.0 – 16,0%, Merlot: 13.0 – 14.5%, Pinot Grigio: 12.5 – 14.0%, Pinot Noir: 12,5 – 14,4%, Sauvugnon Blanc: 12.3 – 14.0%, Rizling : 7,0 – 14.0%, κρασιά ροζέ: 11.5 – 13.5%, Syrah: 12.5 – 15.5%, Zinfandel: 14.0 -15.5%, Viognier: 13.0 – 15.0%.
Την δεκαετία του 2000, η κατανάλωση οίνου στην Ουγγαρία παρουσίασε σταθερή ανοδική πορεία σε σχέση με τα υπόλοιπα οινοπνευματώδη ποτά και τη μπύρα. Από 35,1 λίτρα ανά κεφαλή (λ/κ) το 2001, ξεπέρασε τα 40,2 λ/κ το 2008. Τα επόμενα έτη και κυρίως την περίοδο 2010-2015 σημειώθηκε ραγδαία πτώση, με αποτέλεσμα η κατανάλωση κρασιού να κυμανθεί κατά μέσο όρο ετησίως, στα 24-26 λίτρα ανά κεφαλή, με χαμηλότερο δείκτη τα 24,0 λίτρα τον Νοέμβριο του 2015. Την διετία 2016–2017 η κατανάλωση οίνου φαίνεται να ανακάμπτει και να ακολουθεί ανοδική πορεία αγγίζοντας ετήσια ποσοστά της τάξης των 27,2% και 28,0% αντίστοιχα. Ωστόσο, υπολείπεται των επιπέδων της δεκαετίας του 2000.
Στην Ουγγαρία, μεταξύ 2006–2010 καλλιεργήθηκαν για εμπορική αξιοποίηση, περίπου 82.000 εκτάρια και η παραγωγή σταφυλιών ξεπέρασε τους 496.000 τόνους. Από αυτούς μόλις 16.000 τόνοι διατέθηκαν για νωπή κατανάλωση ενώ η υπόλοιπη ποσότητα απέδωσε 298 εκ. λίτρα οίνου. Την περίοδο 2011–2015 καλλιεργήθηκαν 81.000 εκτάρια, η παραγωγή σταφυλιών περιορίστηκε στους 427.000 τόνους με μόλις 12.000 τόνους προς νωπή κατανάλωση, ενώ παρήχθησαν 272 εκ. λίτρα οίνου.
Την διετία 2015–2016 διαφαίνονται σημάδια ανάκαμψης στην παραγωγή, σε αντίθεση με την μείωση της έκτασης των αμπελώνων που σημειώθηκε το 2016 (από 81.000 στα 76.000 εκτάρια) και συγκεκριμένα: α) η παραγωγή σταφυλιών το 2015 και 2016 άγγιζε τα 472.000 και 476.000 τόνους αντίστοιχα, β) για νωπή κατανάλωση διατέθηκαν 12.000 και 14.000 τόνοι ανά έτος, ενώ η παραγωγή οίνου εκτοξεύθηκε για το 2015 στα 301 εκατ. λίτρα και για το 2016 στα 302. εκατ. λίτρα.
Η σημαντική παραγωγική αύξηση της περιόδου αυτής, σε συνδυασμό με την ισχυρή μείωση στην εγχώρια κατανάλωση (η εγχώρια κατανάλωση κυμάνθηκε μεταξύ 88%-90% της εγχώριας παραγωγής) προβλημάτισε το Εθνικό Συμβούλιο Οίνου και Αποσταγμάτων του Ουγγρικού Υπουργείου Γεωργίας, με αποτέλεσμα τον Ιούλιο του 2018 να συγκληθεί για την λήψη αποφάσεων. Στη συνεδρίαση του Συμβουλίου, ο Γενικός Γραμματέας επιχειρηματολόγησε υπέρ της διεύρυνσης των εξαγωγών και πρότεινε το βάρος να δοθεί στην εξαγωγή τελικών προϊόντων και όχι στην εξαγωγή ημιεπεξεργασμένων προϊόντων, έτσι ώστε οι παραγωγοί, εξαιτίας της υψηλότερης προστιθέμενης αξίας των τελικών προϊόντων, να αποκομίσουν υψηλότερα κέρδη. Το εγχείρημα αυτό, εντάσσεται στην προσπάθεια ανεύρεσης νέων ξένων αγορών και εμπίπτει στο γενικότερο πλαίσιο ανάπτυξης των εξαγωγών της Ουγγαρίας. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και το Αγροτικό Επιμελητήριο Ουγγαρίας, το οποίο αιτήθηκε την βοήθεια της κυβέρνησης στην προώθηση και την ενθάρρυνση πωλήσεων του οίνου της Ουγγαρίας στις ξένες αγορές, συνοψίζοντας ότι οι ουγγρικές εξαγωγές οίνου δεν είναι αρκετά ικανοποιητικές και πολλά περισσότερα τελικά προϊόντα θα πρέπει να προωθούνται στις αγορές αυτές.
Η Ουγγαρία σταδιακά εξελίχθηκε σε εξαγωγική χώρα όσον αφορά το κρασί (Κωδικός Συνδυασμένης Ονοματολογίας 2204). Το 2010 εξήγαγε 863.784 εκατόλιτρα, αξίας €76,02 εκατ. και εισήγαγε 200.106 εκατόλιτρα αξίας €16,72 εκατ. συνεχίζοντας την σταθερή αυξητική της πορεία (τα έτη 2008 και 2009 σημειώθηκαν εξαγωγές όγκου 709.766 και 750.789 εκατόλιτρων αντίστοιχα, συνολικής αξίας €72,63 εκατ. και €66,55 εκατ. αντιστοίχως). Το 2008-2009, παρόμοια ανοδική τάση παρουσίασαν και οι εισαγωγές. Πιο συγκεκριμένα, το 2000 είχαν εισαχθεί μόλις 30.000 εκατόλιτρα, ενώ τα έτη 2008 και 2009 οι εισαγωγές εκτινάχθηκαν σε 265.440 και 156.697 εκατόλιτρα, αξίας €25,36 εκατ. και €15,86 εκατ. αντίστοιχα.
Την τριετία 2015-2017 οι εξαγωγές της Ουγγαρίας σημείωσαν περαιτέρω αύξηση με αποκορύφωμα το 2017, όπου η Ουγγαρία εξήγαγε 983.681 εκατόλιτρα, αξίας €103,87 εκατ. (τα έτη 2015 και 2016 σημειώθηκαν εξαγωγές όγκου 699.223 και 760.185 εκατόλιτρων, συνολικής αξίας €82,65 εκατ. και €89,63 εκατ. αντίστοιχα).
Το 2017 η Ουγγαρία εισήγαγε 195.008 εκατόλιτρα αξίας €21,70 εκατ. περιορίζοντας σημαντικά τις εισαγωγές της σε σχέση με τα δύο προηγούμενη έτη 2015 και 2016, αφού αυτές είχαν διαμορφωθεί σε 265.336 και 254.694 εκατόλιτρα, αξίας €23,22 εκατ. και €21,88 εκατ. αντίστοιχα.
Οι κυριότεροι εξαγωγικοί προορισμοί του ουγγρικού κρασιού είναι η Γερμανία (18% του όγκου, 17% της αξίας), η Τσεχία (19% του όγκου, 15% της αξίας), η Σλοβακία (21% του όγκου, 13% της αξίας), το Ηνωμ. Βασίλειο (6% του όγκου, 9% της αξίας), η Αυστρία (6% όγκου, 5% της αξίας) και η Πολωνία (3% όγκου, 5% της αξίας). Οι ουγγρικές εισαγωγές προέρχονται κυρίως από Ιταλία (66% του όγκου, 49% της αξίας) και έπονται οι εισαγωγές από Γερμανία, Ισπανία, Τσεχία και Γαλλία.
Οι εισαγωγές από Ελλάδα διπλασιάστηκαν την διετία 2015 – 2017, κατατάσσοντας την χώρα μας στην 6η θέση στον πίνακα με βάση την εισαγόμενη αξία των προϊόντων αυτών. Συγκεκριμένα η αξία εισαγωγών από την Ελλάδα εκτινάχθηκε από €212,8 χιλ. το 2015 στα 460,2 χιλιάδες ευρώ το 2017. Ο οίνος (Σ.Ο. 2204) κατατάσσεται ως το 50ό σημαντικότερο ελληνικό εξαγόμενο προϊόν στην Ουγγαρία για το 2017.
2. Άλλα οινοπνευματώδη ποτά
Η κατανάλωση εμφανίζει καθοδική πορεία από 3,2 λ/κ το 2002 σε 2,8 λ/κ το 2008. Το ίδιο έτος η συνολική παραγωγή ανήλθε σε 276.000 εκατόλιτρα. Δύο είναι τα γνωστότερα οινοπνευματώδη ποτά της χώρας, η Palinka (παραδοσιακό αλκοόλ απόσταξης φρούτων) και το Unicum (λικέρ-απεριτιφ). Στην κατηγορία αυτή η Ουγγαρία εισάγει 19.000 εκατόλιτρα καθαρού αλκοόλ και εξάγει 5.800 εκατόλιτρα, ενώ η κατά κεφαλή κατανάλωση είναι 9-10 λίτρα σε ετήσια βάση. Σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ουγγαρίας η κατά κεφαλή κατανάλωση καθαρού αλκοόλ για το έτος 2015 αυξήθηκε στα 12.4 λίτρα.
Η κατά κεφαλή κατανάλωση της μπύρας από 72 λ το 2009 είχε αυξηθεί στα 81 λ/κ το 2010, ποσότητα η οποία έκτοτε, σε ετήσια βάση, βαίνει μειούμενη. Το 2016 μειώθηκε στα 65,2 λ/κ. Η ετήσια παραγωγή ανέρχεται σε περίπου 9,6 εκατ. εκατόλιτρα, ενώ οι εισαγωγές καλύπτουν μόλις το 4,4% της εγχώριας κατανάλωσης. Το 2015, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης για την μπύρα αυξήθηκε από 575 HUF/εκατόλιτρο (€1,87) σε 633 HUF / εκατόλιτρο (€2,05).
3. Δίκτυα Διανομής
Τα οινοπνευματώδη προϊόντα πωλούνται στην επαρχία από παντοπωλεία και τοπικά καταστήματα supermarket, ενώ στις μεγάλες πόλεις από τις μεγάλες αλυσίδες supermarket και hypermarkets (TESCO, AUCHAN, SPAR) που κατέχουν 60% μερίδιο αγοράς. Στη Βουδαπέστη λειτουργούν επίσης περίπου 20 εξειδικευμένα καταστήματα, απευθυνόμενα κυρίως σε τουρίστες, ενώ υπάρχουν 4 αλυσίδες / κάβες ποτών που διακινούν ως επί το πλείστον εγχώρια κρασιά, αλλά και εισαγόμενα, κυρίως από Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία.
4. Συνθήκες εισόδου στην αγορά
Για όλες τις ουγγρικές εισαγωγικές εταιρείες, είναι απαραίτητη η εγγραφή τους στο εμπορικό μητρώο και η απόκτηση εισαγωγικής άδειας. Η εισαγωγή κρασιών και άλλων οινοπνευματωδών ποτών είναι δυνατή εφόσον η εισαγωγική εταιρεία έχει καταγραφεί και διαθέτει αποθήκη πιστοποίησης “ειδικής φορολογίας – Adóraktár”, εμβαδού τουλάχιστον 100 τ.μ. Επιπλέον, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κατάθεση εγγυητικής επιταγής ύψους 10 έως 20 εκατ. ουγγρικών φιορινιών (€31.250 – €62.500) ανάλογα με την περιεκτικότητα σε αλκοόλ των προϊόντων. Τέλος, υπάρχουν αυστηρά κριτήρια λειτουργίας και εφαρμόζονται ελεγκτικά μέτρα που έχει θεσπιστεί από τις αρμόδιες φορολογικές Αρχές της χώρας. Παράδειγμα τέτοιου ελεγκτικού μηχανισμού είναι η υποχρέωση απόδοσης από τις εταιρείες, εντός 72 ωρών, πλήρους εικόνας των εμπορευμάτων που διατέθηκαν.
Μετά το 2004 τα οινοπνευματώδη προϊόντα που προέρχονται από χώρες-μέλη της Ε.Ε. δεν υπόκεινται σε έλεγχο από τις ουγγρικές αρχές, ενώ η αρμόδια ουγγρική υπηρεσία, το Ινστιτούτο Ελέγχου Ποιότητας Οίνου, ελέγχει μόνο την ύπαρξη του ανάλογου πιστοποιητικού που έχει εκδοθεί από αρμόδιο κοινοτικό εργαστήριο.
5. Τελωνειακές και φορολογικές ρυθμίσεις
Οι επιβαλλόμενοι φόροι είναι οι εξής:
– ΦΠΑ 27%
– Φόρος συσκευασίας: 2,1 HUF/λίτρο
– Προκειμένου να ενισχυθούν οι εγχώριοι οινοπαραγωγοί, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στα κρασιά διατηρήθηκε μηδενικός.
-Για τα κρασιά που δεν παράγονται από σταφύλια ο ειδικός φόρος κατανάλωσης αυξήθηκε από 8.550 HUF/εκατόλιτρο σε 9.870 HUF/εκατόλιτρο (περίπου € 31,69)
-Για αφρώδεις οίνους ο ειδικός φόρος κατανάλωσης αυξήθηκε από 12.950 HUF/εκατόλιτρο σε 16.460 HUF/εκατόλιτρο (περίπου € 52,85).
-Για τα ενδιάμεσα οινοπνευματώδη ποτά (περιεκτικότητα σε οινόπνευμα 1,2% – 22% τα οποία δεν χαρακτηρίζονται ως κρασί ή μπύρα) ο ειδικός φόρος κατανάλωσης είναι 25.520 HUF/εκατόλιτρο (περίπου € 81,94).
-Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στα οινοπνευματώδη (με βάση 100% αιθυλική αλκοόλη) αυξήθηκε από 251.000 HUF/εκατόλιτρο σε 333.385 HUF/εκατόλιτρο (€ 1.070,46).
6. Προοπτικές
Παρότι έχουν καταργηθεί οι δασμοί και οι ποσοστώσεις, οι προοπτικές για το ελληνικό κρασί εξαρτώνται άμεσα με το διαθέσιμο εισόδημα του μέσου καταναλωτή και την αγοραστική του δύναμη. Σημαντικό πλεονέκτημα από ελληνικής πλευράς είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί δημοφιλή καλοκαιρινό τουριστικό προορισμό. Πλέον των 200.000 Ούγγρων τουριστών επισκέπτονται σε ετήσια βάση την χώρα μας, οι οποίοι έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν τις ελληνικές διατροφικές συνήθειες και να γευθούν αντίστοιχα προϊόντα (είδη διατροφής και ποτά).
Επίσης δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί και η προτίμηση / αφοσίωση του Ούγγρου καταναλωτή στην εγχώρια παραγωγή, η ποιότητα της οποίας συνεχώς βελτιώνεται. Στη χαμηλή ζήτηση των ελληνικών κρασιών στην ουγγρική αγορά συμβάλει και η απουσία αξιόλογου αριθμού εστιατορίων που προσφέρουν ελληνική κουζίνα.
Οι ανταγωνίστριες της Ελλάδας χώρες, προκειμένου να αυξήσουν τα μερίδιά τους στην ουγγρική αγορά, προωθούν οινικά προϊόντα με ανταγωνιστικές τιμές και υιοθετούν συγκεκριμένες προωθητικές ενέργειες διαφήμισης και προβολής τους, οι οποίες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:
- καταχωρήσεις στον έντυπο/ηλεκτρονικό τύπο και σε ιστοσελίδες (websites)
- συμπερίληψη στα διαφημιστικά φυλλάδια και πραγματοποίηση οινογνωσιών
- στοχευμένες δημοσιεύσεις σε κλαδικά περιοδικά
- πρόσκληση φιλοξενίας αγοραστών (Buyers)
- συμμετοχή σε εξειδικευμένες κλαδικές εκθέσεις και οινικούς διαγωνισμούς
- εκδηλώσεις προβολής και προώθησης (π.χ. εβδομάδα προσφορών) σε καταστήματα λιανικής πώλησης
- ενημερωτικές εκδηλώσεις για επαγγελματίες (εισαγωγείς, διανομείς, buyers).
Όσον αφορά την τοποθέτηση άλλων ελληνικών αλκοολούχων προϊόντων στην ουγγρική αγορά (π.χ. , μπύρα, brandy, ούζο, τσίπουρο κλπ), κύριο ρόλο διαδραματίζει η τιμή και η δυνατότητα συνεργασίας με επιχειρήσεις που διαθέτουν τις κατάλληλες εγκαταστάσεις και επάρκεια οικονομικών πόρων, όπως αναφέρθηκε στην παράγραφο 4.