ΓΕΝΙΚΟ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΟ ΤΟΡΟΝΤΟ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
1075 BayStreet, Suite 600, Toronto, Ontario M5S 2B1 CANADA
Tel: (416) 515 01 33 Fax: (416) 515 02 09 Ε-mail: ecocom-toronto@mfa.gr
Γενικά στοιχεία
- Ο Καναδάς είναι ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων, μετά την Ε.Ε. (με προεξέχουσα την Ολλανδία), τις Η.Π.Α., την Κίνα και τη Βραζιλία, θέση που παραμένει αμετάβλητη από το 2011
- Ο Καναδάς είναι ο 11ος μεγαλύτερος εξαγωγέας μεταποιημένων τροφίμων
- Συνολικά, τα προϊόντα του αγροδιατροφικού τομέα συνείσφεραν στο 13% των εξαγωγών του Καναδά το 2016 με αύξηση 1,5% σε σχέση με το 2015.
- Εκτιμάται ότι το 58% περ. της αξίας της πρωταρχικής αγροτικής παραγωγής του Καναδά εξάγεται, είτε ως βασικά προϊόντα είτε ως μεταποιημένα τρόφιμα και ποτά
- H συνολική πραγματικά καλλιεργήσιμη γη του Οντάριο αποτιμάται (στοιχεία 2016) σε 4,997,245 εκτάρια
- Ο αγροτικός τομέας στο Οντάριο συνεισφέρει, μαζί με τη μεταποίηση τροφίμων ποτών και καπνού, στο 15% του ΑΕΠ της επαρχίας
- 15% του πληθυσμού του Οντάριο κατοικεί σε αγροτικές περιοχές
- Η αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή συγκεντρώνεται, κυρίως, στο νότιο Οντάριο
- 40% του ΑΕΠ των αγροτικών περιοχών του Οντάριο προέρχονται από τη γεωργία και την κτηνοτροφία
- 30% της συνολικής αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής προορίζεται για εξαγωγές
Η επαρχία Οντάριο είναι παραδοσιακά αγροτική επαρχία, παρότι τα τελευταία τριάντα χρόνια η αγροτική παραγωγή έχει υποχωρήσει σημαντικά έναντι άλλων κλάδων όπως βιομηχανία, υπηρεσίες, μεταποίηση και κατασκευές.
Το Οντάριο παραμένει, σταθερά, η επαρχία με τη μεγαλύτερη, σε αξία, μεταποιητική βιομηχανία τροφίμων και ποτών.
Οι κύριοι παραγωγικοί κλάδοι του αγροτικού τομέα, με κριτήριο τις πωλήσεις, είναι:
– κόκκινο κρέας (βόειο, μοσχαρίσιο). Toβόειο κρέας προωθείται με το logo “Grass FedBeef”
– καρποί, σπόροι, δημητριακά, όπως κανόλα/κράμβη, καλαμπόκι, βρόμη, σόγια, σίκαλη κ.α.
– γαλακτοκομικά και τυροκομικά προϊόντα
– φρούτα, όπως μήλα, φρούτα του δάσους (μούρα, βατόμουρα, σμέουρα κλπ), σταφύλια κ.α.
– μέλι και προϊόντα μελισσουργίας
-δασοκομία, όπως σφένδαμος (εθνικό δέντρο του Καναδά)
– ειδικές καλλιέργειες, όπως ινδική κάνναβη
– καπνός
-κρασιά, αλκοολούχα
Γενετική κτηνοτροφία
Ο Καναδάς έχει αναπτύξει παγκόσμιας φήμης βιομηχανία γενετικής βελτιωτικής της κτηνοτροφίας, χρησιμοποιώντας γενετικές τεχνολογίες στην ανάπτυξη, βελτίωση και ενδυνάμωση ρατσών βάσει χρήσης γενοτύπων.
Περισσότερο από το 75% των καναδικών εκτρεφόμενων βάσει γενετικής κοπαδιών εμπλέκονται σε γαλακτοκομικά προγράμματα.
Οι αγελάδες που χρησιμοποιούνται σε επίσημα προγράμματα γενετικής παράγουν κατά μέσο όρο 10.292 κιλά γάλακτος ανά γαλακτοφορία, με μέση περιεκτικότητα γάλακτος 3,95 λιπαρά και 3,25 πρωτεΐνη.
Γαλακτοκομικός και τυροκομικός κλάδος
Η καθαρή αξία των γαλακτοκομικών προϊόντων της επαρχίας Οντάριο το 2016 ανήλθε σε 1,975 εκ. καναδικά δολάρια.
Ο γαλακτοκομικός και τυροκομικός κλάδος λειτουργεί υπό σύστημα διαχείρισης παραγωγής που στηρίζεται σε σχεδιασμό της εγχώριας παραγωγής, διοικητική τιμολόγησηκαι εισαγωγικούς ελέγχους και περιορισμούς των εισαγόμενων προϊόντων.
Η εγχώρια παραγωγή γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων είναι, σε μεγάλο βαθμό, προστατευόμενη καθώς εφαρμόζονται μέτρα εμπορικής πολιτικής ώστε ο ανταγωνισμός από τα εισαγόμενα προϊόντα να διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα.
Το κύριο μέσο εμπορικής πολιτικής που χρησιμοποιεί ο Καναδάς για να προστατέψει τα εγχώρια προϊόντα είναι οι ποσοτικοί περιορισμοί που, ακόμη και στο πλαίσιο της νέας Συμφωνίας Ελευθέρου Εμπορίου Καναδά-Ε.Ε./CETA[1], δεν αναμένεται, άμεσα, να επιφέρει εξαιρετικά σημαντικές αλλαγές (πέραν του υπερδιπλασιασμού της ετήσιας ποσόστωσης).
Οι ποσοστώσεις χωρίζονται σε εξειδικευμένες κατηγορίες : στα τυριά (σε δύο κατηγορίες χωρών μια για την Ευρώπη και μια για τον υπόλοιπο κόσμο με εξαίρεση τις χώρες της NAFTA – που διέπονται επίσης υπό το καθεστώς της ποσόστωσης), το βούτυρο, τα παγωτά, το γάλα (που διακρίνονται σε κρέμα γάλακτος, αποβουτυρωμένο, με λιγότερα λιπαρά, σε σκόνη) και τα γιαούρτια.
Οι ποσοστώσεις αφορούν γενικά τα τυροκομικά προϊόντα και δεν είναι εξειδικευμένες ανά κατηγορία τυριού.
Στο καθεστώς των ποσοτικών ποσοστώσεων μόνο οι κάτοχοι του δικαιώματος ποσόστωσης μπορούν να εισάγουν τυροκομικά/γαλακτοκομικά προϊόντα, και όλα τα εισαγόμενα προϊόντα τελούν σε καθεστώς ελέγχου.
Ειδική μέριμνα έχει ληφθεί για την εισαγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων που θα χρησιμοποιηθούν στην παρασκευή προϊόντων στον Καναδά και προορίζονται για εξαγωγή. Οι Καναδοί παραγωγοί έχουν τη δυνατότητα να εισάγουν αυτά τα γαλακτοκομικά προϊόντα (όπως προϊόντα ζαχαροπλαστικής, τυριά, βούτυρο) μέσω του προγράμματος «Εισαγωγής προς Επανεξαγωγή» (Import for Re-exportProgram) της Υπηρεσίας GlobalAffairsCanada. Για τη συμμετοχή στο πρόγραμμα απαιτείται να κατατεθούν αναλυτικά στοιχεία για τις ποσότητες του προϊόντος που θα εισαχθεί, το τελικό προϊόν που θα παραχθεί, ο εναρμονισμένος κωδικός ή ο κωδικός προϊόντος που χρησιμοποιεί η εταιρεία και, αφού έχει εγκριθεί η αίτηση για χρήση του IREP, η εταιρεία πρέπει να προσκομίσει τα σχετικά απολογιστικά στοιχεία.
Διοικητική τιμολόγηση των γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων
Η προσφοράς γάλακτος είναι πλήρως ελεγχόμενη, προς αποφυγή πλεονάσματος παραγωγής, και χρησιμοποιείται κεντρικό σύστημα τιμολόγησης των γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων, με την εξής διάρθρωση:
– Η Καναδική Επιτροπή Γαλακτοκομικών (CanadianDairyCommission) έχει πρωταρχικό ρόλο, καθώς καθορίζει και αναθεωρεί, σε ετήσια βάση, τις λεγόμενες υποστηρικτικές τιμές (supportprices) της πρωτογενούς γαλακτοκομικής παραγωγής (της παραγωγής στην κτηνοτροφική μονάδα), δηλ. τις τιμές στις οποίες αγοράζει και πουλάει σκόνη αποβουτυρωμένου γάλακτος και βούτυρο, μέσω των διαφόρων προγραμμάτων για την παραγωγή που αυτή διαχειρίζεται.
Μέσω των υποστηρικτικών τιμών οι Καναδοί παραγωγοί μπορούν να πωλούν το γάλα σε μια εγγυημένη τιμή και να έχουν ένα προστατευμένο εισόδημα.
Οι υποστηρικτικές τιμές, συνήθως, ανακοινώνονται στα μέσα Δεκεμβρίου και η εφαρμογή τους ξεκινά της 1η Φεβρουαρίου του επομένου έτους.
– Στη συνέχεια, τα επί μέρους Επαρχιακά Συμβούλια Γάλακτος (Provincialmilkmarketingboards) και οι υπηρεσίες τους χρησιμοποιούν τις υποστηρικτικές τιμές ως αναφορά για τον καθορισμό της τιμής που καταβάλλονται από τις βιομηχανίες επεξεργασίας γάλακτος για το ποσοστό εκείνο του γάλακτος που θα χρησιμοποιηθεί στην παραγωγή βουτύρου, σκόνης αποβουτυρωμένου γάλακτος, τυριών, γιαουρτιού, παγωτού και κάθε άλλου γαλακτοκομικού προϊόντος.
– Οι δε βιομηχανίες επεξεργασίας γάλακτος, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν τα δικά τους κόστη παραγωγής, καθορίζουν τις τιμές των παραγόμενων προϊόντων ενώ η τελική τιμή λιανικής για τον καταναλωτή αποφασίζεται από τους διανομείς και τους λιανοπωλητές, που ενσωματώνουν όλες τις παραπάνω αυξήσεις και τα δικά τους κόστη στην τιμή του ραφιού.
Σημειώνεται ότι, καθώς οι υποστηρικτικές τιμές παρουσιάζουν αυξητική τάση με μέση ετήσια μεταβολή της τάξης 2,5-3%, συνακολούθως και οι τιμές λιανικής των καναδικών γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων σημειώνουν μια ανάλογη ετήσια αύξηση, καθιστώντας έτσι τα εγχώρια προϊόντα αρκετάακριβά για τους καταναλωτές με τις τιμές των εισαγομένων όχι κατά πολύ υψηλότερες.
Αναμένεται ότι η αύξηση των εισαγωγών τυροκοκομικών (λόγω CETA) και ειδικά νέων τυριών, που δεν παράγονται στον Καναδά, όπως είναι τα ευρωπαϊκά Π.Ο.Π. και Π.Γ.Ε., θα επιφέρει αύξηση της ζήτησης καθώς ο Καναδός καταναλωτής θα εξοικειωθεί περισσότερο με νέες γεύσεις.
Οι μεγαλύτερες εγχώριες βιομηχανίες γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων
Ο Καναδάς έχει 471 μονάδες παραγωγής γαλακτοκομικών και οι μεγαλύτερες εξ αυτών είναι:
Saputo, Agropur, Parmalat, Gay-Lea, Liberte, Organic Meadow, Arla Canada.
SAPUTO, έδρα Μόντρεαλ
Αποτελεί τη μεγαλύτερη βιομηχανία επεξεργασίας γαλακτοκομικών προϊόντων του Καναδά και τη 12η μεγαλύτερη στον κόσμο, διαθέτοντας 47 εργοστάσια σε διάφορες χώρες.
Brands: Nielson (γάλα), Cracker Barrel (τυριά), Cherrai goat cheese, Nutrilait.
PARMALATCANADA, λειτουργεί από το 1997 σαν θυγατρική της ParmalatS.p.A Ιταλίας
Brands: Lactantia (γάλα), Beatrice (γάλα), Black Diamond (τυριά), Astro (γιούρτι), President
AGROPURCo-operative Συνεταιριστική (μέλη της είναι 3.290 γαλακτοκομικές μονάδες)
Brands: OKA (τυριά), Natrel (γάλα), Sealted (γάλα), Quebon (γάλα), Iceberg (παγωτά), Ιögo (γιαούρτι).
GAY-LEA, Co-operativeΣυνεταιριστική. Διαθέτει πέντε παραγωγικές μονάδες σε διαφορετικές πόλεις της Επαρχίας του Οντάριο
Brands: Gay-Lea Butter, Nordica (cottage cheese), Salerno (ricotta), Hewitt’s goat milk, Black River cheese.
LIBERTÉ, με έδρα το Saint-Hubert επαρχίας Κεμπέκ
Προϊόντα: γιαούρτι, κεφίρ, επιδόρπια με βάση το γάλα και κατσικίσιο γάλα.
OrganicMeadow, με έδρα το Guelph επαρχίας Οντάριο
Εξειδικεύεται στα οργανικά προϊόντα και παράγει όλο το φάσμα, όπως γάλα, βούτυρο, γιαούρτι, κρέμα γάλακτος, τυριά (μαλακά και σκληρά) και παγωτά.
ArlaCanada
Παράγει εγχωρίως όλα τα γνωστά τυριά της εταιρείας.
Εγχώρια παραγωγή γαλακτοκομικών και τυροκομικών
Τυριά: τα καναδικά τυριά κατηγοριοποιούνται σε τύπου cheddar, mozzarella, emmental, parmesan, λευκά κρεμώδη, με βάση το πρόβειο γάλα, καπνιστά τυριά και εμπλουτισμένα με φρούτα ή αρωματικά φυτά (flavored).
Γιαούρτι:Το ελληνικό γιαούρτι (greekyogurt), το οποίο δεν κατατάσσεται στις κατηγορίες των Π.Ο.Π. και Π.Γ.Ε. προϊόντων ώστε να μπορεί να τύχει αντίστοιχης προστασίας, είναι πολύ δημοφιλές στον Καναδά. Όλες οι εγχώριες βιομηχανίες παράγουν ελληνικό γιαούρτι, σε διάφορες γεύσεις (plain, natural, vanilla, strawberryκ.α.). Οι πιο γνωστές ετικέτες είναι Skotidakis, Liberté, AthentikosAstro (Parmalat), OrganicMeadow, Oikos(Danone), Olympic (Agropur) κ.α.
Ο μέσος καταναλωτής γνωρίζει το ελληνικό γιαούρτι περισσότερο ως τύπο γιαουρτιού, με όρους μάρκετινγκ παρά ως μέθοδο και τρόπο επεξεργασίας, όπου, στην πραγματικότητα, ελάχιστα εγχώρια γιαούρτια ανταποκρίνονται.
Λόγω του ισχυρού εγχώριου ανταγωνισμού, του ελέγχου των τιμών παραγωγής και των ποσοτικών ποσοστώσεων η πρόσβαση στην καναδική αγορά γιαουρτιού από ξένες εταιρείες είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Φέτα: Αποτελεί ειδική κατηγορία, καθώς όλες, σχεδόν, οι καναδικές γαλακτοβιομηχανίες παράγουν φέτα/feta. Επίσης, στην καναδική αγορά κυκλοφορούν «BulgarianFeta» και «MacedonianFeta», εγχώριας παραγωγής, προσπαθώντας, προφανώς, να επωφεληθούν από τη συγκεχυμένη εικόνα που μπορεί να έχει ο μέσος Καναδός καταναλωτής περί «φέτας», έχοντας τη γενική εντύπωση ότι πρόκειται για ένα λευκό τυρί από την Ελλάδα/Βαλκάνια.
Η φέτα είναι εξαιρετικά δημοφιλής στον Καναδά και χάρη στη διάδοση της μεσογειακής δίαιτας και κουζίνας (μέσω εκπομπών μαγειρικής και εκτεταμένη αρθρογραφία στον κλαδικό τύπο) χρησιμοποιείται σε διάφορες συνταγές μαγειρικής και ειδικά στην, επίσης, δημοφιλή «ελληνική σαλάτα».
Στο πλαίσιο της προσωρινής εφαρμογής της Συμφωνίας CETA η φέτα αναγνωρίζεται μεν ως Π.Γ.Ε. και σε περίπτωση παραβίασης και σφετερισμού της ονομασίας «φέτα» υπάρχουν πλήρεις νομικές συνέπειες, καθώς το προϊόν απολαμβάνει πλέον απόλυτης προστασίας, αλλά
έχει δοθεί μια πενταετής περίοδος «χάριτος» για τoυς Καναδούς παραγωγούς «φέτας» (πολλοί εξ’ αυτών Ελληνοκαναδοί ομογενείς), με παραγωγή μέχρι και τις 18/10/2013, ώστε να έχουν το δικαίωμα να ονομάζουν το λευκό τυρί που παράγουν «φέτα» σε βάθος πέντε ετών από αυτή την ημερομηνία.
Μετά την πάροδο, όμως, της πενταετίας, που επίκειται, για τους παλιούς παραγωγούς και από την έναρξη της προσωρινής ισχύος εφαρμογής, η αναγραφή στη συσκευασία του ονόματος «φέτα» θα πρέπει, υποχρεωτικά, να συνοδεύεται από τον προσδιορισμό «είδους-kind», «τύπου-type», «στυλ-style», «κατ’ απομίμηση-imitation», ή άλλη συναφή έκφραση, σε συνδυασμό με τη ρητή αναγραφή της γεωγραφικής προέλευσης του συγκεκριμένου προϊόντος, ενώ θα απαγορεύεται και η χρήση ενδείξεων, εικόνων ή συμβόλων που ευθέως παραπέμπουν στην Ελλάδα, ώστε να μη δημιουργείται σύγχυση στον καταναλωτή και να μπορεί να διακρίνει άμεσα το προϊόν Π.Γ.Ε.
ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΕΙΑ
Οι κύριες αμπελουργικές περιοχές του Οντάριο, που παράγουν το 70% της συνολικής ποσότητας των καναδικών οίνων, βρίσκονται στο νότιο Οντάριο και είναι η περιοχή του Νιαγάρα, Πρίγκιπα Εδουάρδου και βόρειας όχθης της λίμνης Ήρι.
Οι οινικές ποικιλίες που ευδοκιμούν στην επαρχία Οντάριο απαριθμούν περ. 40 ενώ, οι αμπελουργοί ανέρχονται σε 500 και τα οινοποιεία σε 178.
Οι κυριότερες οινικές ποικιλίες είναι (ερυθρές) CabernetFranc, Merlot, Pinotnoir, Gamaynoir, CabernetSauvignon, Syrah, MarechalFoch, Baconoir, Malbec, PetitVerdot, Zweigelt και (λευκές) Riesling, Chardonnay, PinotGrigio, Gewürztraminer, Viognier, Sauvignonblanc, Semillon, Pinotblanc, Vidal, Kerner, MuscatOttonel.
Επίσης, παράγεται κρασί από φρούτα, ιδιαίτερα δημοφιλές στον Καναδά, με γνωστότερο το μηλίτη αλλά ενδιαφέρουσες γεύσεις και κρασιά με βατόμουρα, φράουλες κ.α., αλλά και κρασί με σιρόπι σφενδάμου, μέλι και άλλες ενδιάμεσες κατηγορίες των οίνων.
Τέλος, τα τελευταία χρόνια παράγεται και σάκε, προκειμένου να μπορούν οι εγχώριες οινοποιητικές επιχειρήσεις να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ζήτηση για ασιατικά προϊόντα της πολυάριθμης (και αυξανόμενης) ασιατικής κοινότητας.
Τα εγχωρίως παραγόμενα κρασιά προστατεύονται έναντι του ανταγωνισμού των εισαγόμενων (τα οποία σαφώς υπερτερούν) βάσει ενός πλήρως ελεγχόμενου συστήματος κρατικού μονοπωλίου διανομής κρασιού-μπύρας-αλκοολούχων, από την εισαγωγή έως τη λιανική πώληση, μέσω τοπικών μονοπωλίων. Τα τοπικά αυτά μονοπώλια, για την επαρχία Οντάριο είναι το Liquor Control Board of Ontario(LCBO), είναι οι μοναδικές οντότητες που μπορούν να εισάγουν και να πωλούν αλκοόλ στον Καναδά και, γενικά, να ασκούν έλεγχο στις τιμές πώλησης των αλκοολούχων.
Προκειμένου να πουληθεί κρασί , πρέπει η κάθε “ετικέτα” να είναι καταχωρημένη (listed) στο LCBO, ενώ τη διαπραγμάτευση και συμφωνία για την καταχώρηση, προώθηση του προϊόντος και όλες τις επαφές με το κρατικό μονοπώλιο πραγματοποιεί ο αντιπρόσωπος (agent) του κάθε οινοποιού, που πρέπει να είναι εγκεκριμένος από αυτό (το μονοπώλιο).
Αντίθετα, οι οινοπαραγωγοί του Οντάριο έχουν το δικαίωμα να πωλούν ένα τμήμα της παραγωγής τους απευθείας σε χώρους εστίασης και ιδιώτες, δίχως τη μεσολάβηση του τοπικού μονοπωλίου (LCBO). Στην περίπτωση αυτή, η τιμή πώλησης είναι ίδια με την λιανική τιμή του LCBO, το οποίο όμως δεν εισπράττει από αυτή παρά μια μικρή προμήθεια της τάξης του 2%. Για τις ποσότητες αυτές εμφιαλωμένου προϊόντος, οι οινοπαραγωγοί του Οντάριο απολαμβάνουν συγκριτικό πλεονέκτημα προσόδου της τάξης του 62%, σε σχέση με τους αλλοδαπούς ανταγωνιστές τους.
Στοιχεία διακριτικής μεταχείρισης:
– H Κυβέρνηση του Οντάριο εφαρμόζει, από το 2015, πενταετές πρόγραμμα υποστήριξης των πωλήσεων και της προβολής των κρασιών του Οντάριο, αναφερόμενο ως WineandGrapeStrategy, εντός και εκτός της επαρχίας, περιλαμβάνοντας και ενέργειες ανάδειξης των οινοπαραγωγών περιοχών ως τουριστικών προορισμών.
-Οι οινοπαραγωγοί του Οντάριο έχουν το δικαίωμα να περιλαμβάνουν στις ετικέτες των προϊόντων τους τον όρο “ International and CanadianBlend (ICB) ”, εφόσον η περιεκτικότητά τους σε εισαγόμενο χύμα κρασί δεν υπερβαίνει το 75%. Όπως συμβαίνει και με το ελαιόλαδο, είναι ακριβώς αυτή η ανάμειξη με το ξένο κρασί που δίνει καλύτερο άρωμα και μεστότητα στο κρασί.
– Το LCBO εφαρμόζει εμφανή πολιτική προώθησης και προβολής των οίνων του Οντάριο έναντι των εισαγόμενων ετικετών, προσφέροντάς τους καλύτερη και πιο προνομιακή προβολή και ανάδειξή τους εντός των καταστημάτων του, ενώ προσφέρει και δωρεάν μεταφορά του προϊόντος από το οινοποιείο στους χώρους πώλησης.
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ: Statistics Canada, Ministry of Agriculture, Food and Rural Affairs of Ontario, Export Development Canada, Grape Growers of Ontario
[1] Η προσωρινή εφαρμογή της Συμφωνίας CETA ξεκίνησε στις 21 Σεπτεμβρίου 2017 ενώ η τελική της εφαρμογή θα εξαρτηθεί από το χρονικό σημείο ολοκλήρωσης της διαδικασίας κύρωσης από τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών-μελών Ε.Ε.